- Κυρηναῖοι
- Κυρηναῖοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CYRENE sive CYRENAE — CYRENE, five CYRENAE plural. numeri insigne Libyae oppid. inter Syrtim maiorem, et Mareotidem situm, unum ex iis quae Pentapolim efficiunt, a Batto Thereo (quem Callimachus progenitorem suum fuisse tradit) conditum, a Cyrene, Penei amnis filia… … Hofmann J. Lexicon universale
μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
τεθριπποβάτης — ὁ, Α επιβάτης τεθρίππου, εποχούμενος με τέθριππο («τεθριπποβάται Κυρηναῑοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης] … Dictionary of Greek
Αρκεσίλαος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λύκου και της Θεοβούλης, ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, που γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από την… … Dictionary of Greek
Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek
Ίρασα — Αρχαία χώρα και πόλη της βόρειας Αφρικής, Δ της σημερινής λιβυκής κωμόπολης Ντέρνας, της αρχαίας Δάρνης. Τα Ί. είχαν αποικισθεί από Δωριείς που προέρχονταν από τη Θήρα με επικεφαλής τον βασιλιά Βάττο Α’. Το 571 π.Χ. νίκησαν κοντά στα Ί. οι… … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek